σκηπτοῦχε

σκηπτοῦχε
σκηπτοῦχος
bearing a staff
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκηπτούχος — ο / σκηπτοῡχος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Α αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας μσν. (στο Βυζ.) προσωνυμία τού αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”